βορβορώδη

βορβορώδη
βορβορώδης
miry
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
βορβορώδης
miry
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
βορβορώδης
miry
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θολόσοφος — θολόσοφος, ον (Μ) (για τους εικονοκλάστες) αυτός που έχει θολή, βορβορώδη σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + σοφός] …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”